Ίων o Χίος

Ίων o Χίος
(περ. 480 – 421 π.Χ.).Τραγικός ποιητής, ιστορικός και φιλόσοφος. Από το εκτεταμένο έργο του σώθηκαν μερικά μόνο αποσπάσματα. Οι Αλεξανδρινοί τον κατατάσσουν τέταρτο στον κανόνα μετά τους τρεις μεγάλους τραγικούς. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου διδάχτηκε η πρώτη του τραγωδία (452-449). Πιθανότατα έγραψε 10 τριλογίες καθώς επίσης και ελεγείες, ύμνους, διθυράμβους και επιγράμματα. Διασώθηκαν αποσπάσματα από τα πεζά έργα του Επιδημίαι, Χίου κτiσις (ιστορικό έργο) και Τριαγμοί (φιλοσοφικό έργο με πυθαγόρεια επίδραση).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απομνημόνευμα — Αφήγηση για ένα γεγονός ή γεγονότα από πρόσωπο που πήρε ενεργό μέρος σε αυτά ή υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Το α. αποτελεί πολύτιμη ιστορική πηγή, αλλά δεν είναι πάντα απαλλαγμένο από τον προσωπικό χαρακτήρα, δηλαδή τις αντιλήψεις και τις… …   Dictionary of Greek

  • τριαγμός — ο, ΝΑ, και τριασμός ΜΑ [τριάζω / τριάττω] νεοελλ. αγώνισμα σύνθετο από τρία αγωνίσματα μσν. αρχ. (κατά τον Αρποκρ.) «ἔγραψε δὲ (ο Ίων ο Χίος) καὶ φιλόσοφόν τι σύγγραμμα, τὸν Τριαγμὸν ἐπιγραφόμενον... ἐν ἐνίοις δὲ καὶ πληθυντικῶς ἐπιγράφεται… …   Dictionary of Greek

  • Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… …   Deutsch Wikipedia

  • γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …   Dictionary of Greek

  • χιάζω — (I) ΝΜΑ, και ιων. τ. χιέζω Α [χεῑ/χῑ] 1. χαράζω γραμμές που διασταυρώνονται σε σχήμα Χ 2. τέμνω σε σχήμα Χ νεοελλ. 1. τοποθετώ σταυροειδώς, διασταυρώνω 2. θέτω το σημείο Χ για την επισήμανση νόθου ή αμφίβολου χωρίου σε έγγραφο αρχ. 1. (ρητ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”